ὑσγινόεις

ὑσγινόεις
ὑσγῐνόεις, εσσα, εν,
A scarlet,

ὑσγινόεντας Nic.Th.870

. [v. sq.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υσγινόεις — εσσα, εν, Α αυτός που έχει κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «φυτική βαφή με ανοιχτό κόκκινο χρώμα» + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ὑσγινόεντας — ὑσγινόεις scarlet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσγινόεντος — ὑσγινόεις scarlet masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υσγινοειδής — ές, Α αυτός που έχει κόκκινη όψη, ὑσγινόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «φυτική βαφή ανοιχτού κόκκινου χρώματος» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”